μασκοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μασκοφόρος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μασκοφόρος
|
Ουσιαστικό επεξεργασία
μασκοφόρος αρσενικό ή θηλυκό
- ο μεταμφιεσμένος τις Απόκριες
μασκοφόρος
|
μασκοφόρος αρσενικό ή θηλυκό