Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μασκοφόρος η μασκοφόρα το μασκοφόρο
      γενική του μασκοφόρου της μασκοφόρας του μασκοφόρου
    αιτιατική τον μασκοφόρο τη μασκοφόρα το μασκοφόρο
     κλητική μασκοφόρε μασκοφόρα μασκοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μασκοφόροι οι μασκοφόρες τα μασκοφόρα
      γενική των μασκοφόρων των μασκοφόρων των μασκοφόρων
    αιτιατική τους μασκοφόρους τις μασκοφόρες τα μασκοφόρα
     κλητική μασκοφόροι μασκοφόρες μασκοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μασκοφόρος < μάσκ(α) + -ο- + -φόρος (φέρω)

  Επίθετο επεξεργασία

μασκοφόρος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μασκοφόρος αρσενικό ή θηλυκό