μάσκαρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάσκαρα | οι | μάσκαρες |
γενική | της | μάσκαρας | — | |
αιτιατική | τη | μάσκαρα | τις | μάσκαρες |
κλητική | μάσκαρα | μάσκαρες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μάσκαρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική mascara < ιταλική maschera (μάσκα)[1] παλαιά ιταλική ή βενετική mascara[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμάσκαρα θηλυκό άκλιτο
- (κοσμετολογία) καλλυντικό που χρησιμοποιείται για να βάφονται οι βλεφαρίδες
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ μάσκαρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας