Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μορμολύκειο τα μορμολύκεια
      γενική του μορμολυκείου
μορμολύκειου
των μορμολυκείων
    αιτιατική το μορμολύκειο τα μορμολύκεια
     κλητική μορμολύκειο μορμολύκεια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μορμολύκειο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μορμολύκειον / μορμολυκεῖον (σκιάχτρο, ξωτικό) < μορμολύττομαι < Μορμώ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moɾ.moˈli.ci.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μορ‐μο‐λύ‐κει‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μορμολύκειο ουδέτερο

  1. (μειωτικό) πανάσχημος γέρος ή γριά που η εμφάνισή του / της απωθεί τους πάντες
  2. (συνήθ. μτφ.) καθετί το οποίο προκαλεί τρόμο, το σκιάχτρο, το φόβητρο.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία