↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μορμολυκεῖον τὰ μορμολυκεῖ
      γενική τοῦ μορμολυκείου τῶν μορμολυκείων
      δοτική τῷ μορμολυκεί τοῖς μορμολυκείοις
    αιτιατική τὸ μορμολυκεῖον τὰ μορμολυκεῖ
     κλητική ! μορμολυκεῖον μορμολυκεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μορμολυκείω
γεν-δοτ τοῖν  μορμολυκείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μορμολυκεῖον < μορμολύττω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μορμολυκεῖον ουδέτερο

Άλλες γραφές

επεξεργασία