μορμολύκειον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μορμολύκειον | τὰ | μορμολύκειᾰ |
γενική | τοῦ | μορμολυκείου | τῶν | μορμολυκείων |
δοτική | τῷ | μορμολυκείῳ | τοῖς | μορμολυκείοις |
αιτιατική | τὸ | μορμολύκειον | τὰ | μορμολύκειᾰ |
κλητική ὦ! | μορμολύκειον | μορμολύκειᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μορμολυκείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μορμολυκείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μορμολύκειον < → δείτε τη λέξη μορμολυκεῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμορμολύκειον ουδέτερο
Πηγές
επεξεργασία- μορμολύκειον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.