Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φόβητρο τα φόβητρα
      γενική του φόβητρου των φόβητρων
    αιτιατική το φόβητρο τα φόβητρα
     κλητική φόβητρο φόβητρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φόβητρο < αρχαία ελληνική φόβητρον < φοβέω-ῶ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φόβητρο ουδέτερο

  • μέσο εκφοβισμού, οτιδήποτε προκαλεί φόβο, πρόσωπο, αντικείμενο, αφηρημένη έννοια κ.λπ.
    το φόβητρο του σκιάχτρου στο περιβόλι, το φόβητρο του μπαμπούλα στα παραμύθια κ.λπ.
    το φόβητρο της χρεωκοπίας και της εξόδου από το ευρώ
    το φόβητρο του σχολείου είναι συνήθως κάποιος νταής από τις μεγαλύτερες τάξεις
    πολλές χρησιμοποιούν ως φόβητρο τα σκυλιά για να φάει το παιδί τους και τα κάνουν φοβικά χωρίς λόγο

  Μεταφράσεις επεξεργασία