φοβικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φοβικός | η | φοβική | το | φοβικό |
γενική | του | φοβικού | της | φοβικής | του | φοβικού |
αιτιατική | τον | φοβικό | τη | φοβική | το | φοβικό |
κλητική | φοβικέ | φοβική | φοβικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φοβικοί | οι | φοβικές | τα | φοβικά |
γενική | των | φοβικών | των | φοβικών | των | φοβικών |
αιτιατική | τους | φοβικούς | τις | φοβικές | τα | φοβικά |
κλητική | φοβικοί | φοβικές | φοβικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φοβικός < φοβία
Επίθετο
επεξεργασίαφοβικός -ή -ό
- (ιατρική) που αναφέρεται σε μια φοβία
- φοβικό άγχος
- που αντιμετωπίζει με φόβο και καχυποψία οποιοδήποτε άτομο είναι διαφορετικό στην καταγωγή, τη θρησκεία, την ταυτότητα φύλου, τον σεξουαλικό προσανατολισμό κ.λπ., → δείτε τη λέξη ομοφοβικός, → δείτε τη λέξη τρανσφοβικός, → δείτε τη λέξη χονδροφοβικός