↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομοφοβικός η ομοφοβική το ομοφοβικό
      γενική του ομοφοβικού της ομοφοβικής του ομοφοβικού
    αιτιατική τον ομοφοβικό την ομοφοβική το ομοφοβικό
     κλητική ομοφοβικέ ομοφοβική ομοφοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομοφοβικοί οι ομοφοβικές τα ομοφοβικά
      γενική των ομοφοβικών των ομοφοβικών των ομοφοβικών
    αιτιατική τους ομοφοβικούς τις ομοφοβικές τα ομοφοβικά
     κλητική ομοφοβικοί ομοφοβικές ομοφοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ομοφοβικός (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homophobic < homo (< homosexual) +‎ -phobic < αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + φόβος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ομοφοβικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ομοφοβικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • ομοφοβικός - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr