ομοφοβικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοφοβικά < ομοφοβικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαομοφοβικά
- με ομοφοβικό τρόπο
- Η ομοφυλοφιλία του Καβάφη προσεγγίστηκε με τρόπο ηδονοβλεπτικό και κουτσομπολίστικο ή συμπλεγματικά, με πανικό, ομοφοβικά, αντιτείνει ο Δημήτρης Παπανικολάου. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοφοβικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαομοφοβικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ομοφοβικός