ομοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομοφοβία (νεολογισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική homophobia < homo (< homosexual) + -phobia < αρχαία ελληνική ὁμο- (< ὁμός) + -φοβία (< φόβος)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοφοβία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ομοφοβικά
- ομοφοβικός
- → δείτε τις λέξεις ομού και φόβος
- αρχαία ελληνική ὁμοφοβία
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομοφοβία
|
Πηγές
επεξεργασία- ομοφοβία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ομοφοβία - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr