Δείτε επίσης: ομοφοβία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομοφυλοφοβία οι ομοφυλοφοβίες
      γενική της ομοφυλοφοβίας των ομοφυλοφοβιών
    αιτιατική την ομοφυλοφοβία τις ομοφυλοφοβίες
     κλητική ομοφυλοφοβία ομοφυλοφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομοφυλοφοβία < ομo- + φύλ(ο) + -ο- + -φοβία, (απόδοση) αγγλική homophobia [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.mo.fi.lo.foˈvi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μο‐φυ‐λο‐φο‐βί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ομοφυλοφοβία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (ψυχολογία) η αντιδραστική συμπεριφορά ή και επιθετικότητα κατά των ομοφυλόφιλων
    η ομοφυλοφοβία διακρίνεται κατά φορέα διάκρισης σε πολιτική ή θρησκευτική και κοινωνικά σε ομαδική ή ατομική

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Στο Λεξικό: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)