ομοφυλοφοβία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mo.fi.lo.foˈvi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μο‐φυ‐λο‐φο‐βί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομοφυλοφοβία θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ψυχολογία) η αντιδραστική συμπεριφορά ή και επιθετικότητα κατά των ομοφυλόφιλων
- ⮡ η ομοφυλοφοβία διακρίνεται κατά φορέα διάκρισης σε πολιτική ή θρησκευτική και κοινωνικά σε ομαδική ή ατομική
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ομοφυλοφοβία
|
- ↑ Στο Λεξικό: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)