menace
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενεστώτας | menace |
γ΄ ενικό ενεστώτα | menaces |
αόριστος | menaced |
παθητική μετοχή | menaced |
ενεργητική μετοχή | menacing |
- διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο
- ⮡ Due to his handling, he’s menacing the future of the country.
- Εξαιτίας των χειρισμών του διακινδυνεύεται το μέλλον της χώρας.
- ⮡ Due to his handling, he’s menacing the future of the country.