masko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- masko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masko | maskoj |
αιτιατική | maskon | maskojn |
masko (eo)
- η μάσκα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | masko | maskoj |
αιτιατική | maskon | maskojn |
masko (eo)