αμασκάρευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίααμασκάρευτος
- που δεν έχει μασκαρευτεί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη μάσκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμασκάρευτος