μασκαρεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμασκαρεύω (παθητική φωνή: μασκαρεύομαι)
- φορώ μάσκα σε κάποιον
- ντύνω κάποιον αποκριάτικα
- (μεταφορικά) καλύπτω κάτι με δόλο, εξαπατώ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μασκαρεύω | μασκάρευα | θα μασκαρεύω | να μασκαρεύω | μασκαρεύοντας | |
β' ενικ. | μασκαρεύεις | μασκάρευες | θα μασκαρεύεις | να μασκαρεύεις | μασκάρευε | |
γ' ενικ. | μασκαρεύει | μασκάρευε | θα μασκαρεύει | να μασκαρεύει | ||
α' πληθ. | μασκαρεύουμε | μασκαρεύαμε | θα μασκαρεύουμε | να μασκαρεύουμε | ||
β' πληθ. | μασκαρεύετε | μασκαρεύατε | θα μασκαρεύετε | να μασκαρεύετε | μασκαρεύετε | |
γ' πληθ. | μασκαρεύουν(ε) | μασκάρευαν μασκαρεύαν(ε) |
θα μασκαρεύουν(ε) | να μασκαρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μασκάρεψα | θα μασκαρέψω | να μασκαρέψω | μασκαρέψει | ||
β' ενικ. | μασκάρεψες | θα μασκαρέψεις | να μασκαρέψεις | μασκάρεψε | ||
γ' ενικ. | μασκάρεψε | θα μασκαρέψει | να μασκαρέψει | |||
α' πληθ. | μασκαρέψαμε | θα μασκαρέψουμε | να μασκαρέψουμε | |||
β' πληθ. | μασκαρέψατε | θα μασκαρέψετε | να μασκαρέψετε | μασκαρέψτε | ||
γ' πληθ. | μασκάρεψαν μασκαρέψαν(ε) |
θα μασκαρέψουν(ε) | να μασκαρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μασκαρέψει | είχα μασκαρέψει | θα έχω μασκαρέψει | να έχω μασκαρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις μασκαρέψει | είχες μασκαρέψει | θα έχεις μασκαρέψει | να έχεις μασκαρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει μασκαρέψει | είχε μασκαρέψει | θα έχει μασκαρέψει | να έχει μασκαρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε μασκαρέψει | είχαμε μασκαρέψει | θα έχουμε μασκαρέψει | να έχουμε μασκαρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε μασκαρέψει | είχατε μασκαρέψει | θα έχετε μασκαρέψει | να έχετε μασκαρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν μασκαρέψει | είχαν μασκαρέψει | θα έχουν μασκαρέψει | να έχουν μασκαρέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μασκαρεύω
→ δείτε τη λέξη μεταμφιέζω |