Ετυμολογία

επεξεργασία
μασκαρεύω < μασκαράς + -εύω

μασκαρεύω (παθητική φωνή: μασκαρεύομαι)

  1. φορώ μάσκα σε κάποιον
  2. ντύνω κάποιον αποκριάτικα
  3. (μεταφορικά) καλύπτω κάτι με δόλο, εξαπατώ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία