παλιάτσος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παλιάτσος < (άμεσο δάνειο) ιταλική pagliaccio < paglia (άχυρο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈʎa.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λιά‐τσος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαλιάτσος αρσενικό
- κωμική φιγούρα σε παλαιότερα ιταλικά λαϊκά θεατρικά έργα
- ※ Ἐμὲ ὑπουργός ὁ μαυλιστής, δρουγγάρης μου ὁ παλιάτσος. (Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά)
- (μεταφορικά, μειωτικό) γελοίος