Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυλιστής αρσενικό

  • αυτός που γοητεύει, ο γητευτής

Μεταφράσεις

επεξεργασία


ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μαυλιστής οἱ μαυλισταί
      γενική τοῦ μαυλιστοῦ τῶν μαυλιστῶν
      δοτική τῷ μαυλιστ τοῖς μαυλισταῖς
    αιτιατική τὸν μαυλιστήν τοὺς μαυλιστᾱ́ς
     κλητική ! μαυλιστᾰ́ μαυλισταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαυλιστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  μαυλισταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία