↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυλίστρια οι μαυλίστριες
      γενική της μαυλίστριας των μαυλιστριών
    αιτιατική τη μαυλίστρια τις μαυλίστριες
     κλητική μαυλίστρια μαυλίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυλίστρια < μαυλιστής + -τρια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυλίστρια θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μαυλίστρια < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαυλίστρια θηλυκό (αρσενικό μαυλιστής)