μαυλίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμαυλίστρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μαυλιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία μαυλίστρια
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μαυλίστρια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμαυλίστρια θηλυκό (αρσενικό μαυλιστής)
Πηγές
επεξεργασία- μαυλίστρια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.