ζαρωματιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζαρωματιά | οι | ζαρωματιές |
γενική | της | ζαρωματιάς | των | ζαρωματιών |
αιτιατική | τη | ζαρωματιά | τις | ζαρωματιές |
κλητική | ζαρωματιά | ζαρωματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ζαρωματιά < ρήμα ζαρώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαζαρωματιά θηλυκό