↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ζαρωμένος η ζαρωμένη το ζαρωμένο
      γενική του ζαρωμένου της ζαρωμένης του ζαρωμένου
    αιτιατική τον ζαρωμένο τη ζαρωμένη το ζαρωμένο
     κλητική ζαρωμένε ζαρωμένη ζαρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ζαρωμένοι οι ζαρωμένες τα ζαρωμένα
      γενική των ζαρωμένων των ζαρωμένων των ζαρωμένων
    αιτιατική τους ζαρωμένους τις ζαρωμένες τα ζαρωμένα
     κλητική ζαρωμένοι ζαρωμένες ζαρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ζαρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ζαρώνω

ζαρωμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία