• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ζαρωμένο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος μετοχής

επεξεργασία

ζαρωμένο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του ζαρωμένος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ζαρωμένος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ζαρωμένο&oldid=3993530"
Τελευταία επεξεργασία στις 15 Αυγούστου 2018, στις 05:26

Γλώσσες

    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 15 Αυγούστου 2018, στις 05:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας