Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρρικνωμένος η συρρικνωμένη το συρρικνωμένο
      γενική του συρρικνωμένου της συρρικνωμένης του συρρικνωμένου
    αιτιατική τον συρρικνωμένο τη συρρικνωμένη το συρρικνωμένο
     κλητική συρρικνωμένε συρρικνωμένη συρρικνωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρρικνωμένοι οι συρρικνωμένες τα συρρικνωμένα
      γενική των συρρικνωμένων των συρρικνωμένων των συρρικνωμένων
    αιτιατική τους συρρικνωμένους τις συρρικνωμένες τα συρρικνωμένα
     κλητική συρρικνωμένοι συρρικνωμένες συρρικνωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρρικνωμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συρρικνώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ɾi.knoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐ρι‐κνω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

συρρικνωμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία