ρικνώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ρικνώνω < ελληνιστική κοινή ῥικνόω < αρχαία ελληνική ῥικνός
Ρήμα
επεξεργασίαρικνώνω (παθητική φωνή: ρικνώνομαι)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του συρρικνώνω
Συγγενικά
επεξεργασία- ρίκνωμα
- ρικνωμένος
- ρίκνωση
- → δείτε τη λέξη συρρικνώνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρικνώνω | ρίκνωνα | θα ρικνώνω | να ρικνώνω | ρικνώνοντας | |
β' ενικ. | ρικνώνεις | ρίκνωνες | θα ρικνώνεις | να ρικνώνεις | ρίκνωνε | |
γ' ενικ. | ρικνώνει | ρίκνωνε | θα ρικνώνει | να ρικνώνει | ||
α' πληθ. | ρικνώνουμε | ρικνώναμε | θα ρικνώνουμε | να ρικνώνουμε | ||
β' πληθ. | ρικνώνετε | ρικνώνατε | θα ρικνώνετε | να ρικνώνετε | ρικνώνετε | |
γ' πληθ. | ρικνώνουν(ε) | ρίκνωναν ρικνώναν(ε) |
θα ρικνώνουν(ε) | να ρικνώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρίκνωσα | θα ρικνώσω | να ρικνώσω | ρικνώσει | ||
β' ενικ. | ρίκνωσες | θα ρικνώσεις | να ρικνώσεις | ρίκνωσε | ||
γ' ενικ. | ρίκνωσε | θα ρικνώσει | να ρικνώσει | |||
α' πληθ. | ρικνώσαμε | θα ρικνώσουμε | να ρικνώσουμε | |||
β' πληθ. | ρικνώσατε | θα ρικνώσετε | να ρικνώσετε | ρικνώστε | ||
γ' πληθ. | ρίκνωσαν ρικνώσαν(ε) |
θα ρικνώσουν(ε) | να ρικνώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρικνώσει | είχα ρικνώσει | θα έχω ρικνώσει | να έχω ρικνώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρικνώσει | είχες ρικνώσει | θα έχεις ρικνώσει | να έχεις ρικνώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρικνώσει | είχε ρικνώσει | θα έχει ρικνώσει | να έχει ρικνώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρικνώσει | είχαμε ρικνώσει | θα έχουμε ρικνώσει | να έχουμε ρικνώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρικνώσει | είχατε ρικνώσει | θα έχετε ρικνώσει | να έχετε ρικνώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρικνώσει | είχαν ρικνώσει | θα έχουν ρικνώσει | να έχουν ρικνώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρικνώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- ρικνώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)