Ετυμολογία

επεξεργασία
ρικνώνω < ελληνιστική κοινή ῥικνόω < αρχαία ελληνική ῥικνός

ρικνώνω (παθητική φωνή: ρικνώνομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ρικνώνω - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)