ρικνώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαρικνώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ρικνώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρικνώνομαι | ρικνωνόμουν(α) | θα ρικνώνομαι | να ρικνώνομαι | ||
β' ενικ. | ρικνώνεσαι | ρικνωνόσουν(α) | θα ρικνώνεσαι | να ρικνώνεσαι | (ρικνώνου) | |
γ' ενικ. | ρικνώνεται | ρικνωνόταν(ε) | θα ρικνώνεται | να ρικνώνεται | ||
α' πληθ. | ρικνωνόμαστε | ρικνωνόμαστε ρικνωνόμασταν |
θα ρικνωνόμαστε | να ρικνωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ρικνώνεστε | ρικνωνόσαστε ρικνωνόσασταν |
θα ρικνώνεστε | να ρικνώνεστε | (ρικνώνεστε) | |
γ' πληθ. | ρικνώνονται | ρικνώνονταν ρικνωνόντουσαν |
θα ρικνώνονται | να ρικνώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρικνώθηκα | θα ρικνωθώ | να ρικνωθώ | ρικνωθεί | ||
β' ενικ. | ρικνώθηκες | θα ρικνωθείς | να ρικνωθείς | ρικνώσου | ||
γ' ενικ. | ρικνώθηκε | θα ρικνωθεί | να ρικνωθεί | |||
α' πληθ. | ρικνωθήκαμε | θα ρικνωθούμε | να ρικνωθούμε | |||
β' πληθ. | ρικνωθήκατε | θα ρικνωθείτε | να ρικνωθείτε | ρικνωθείτε | ||
γ' πληθ. | ρικνώθηκαν ρικνωθήκαν(ε) |
θα ρικνωθούν(ε) | να ρικνωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ρικνωθεί | είχα ρικνωθεί | θα έχω ρικνωθεί | να έχω ρικνωθεί | ρικνωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ρικνωθεί | είχες ρικνωθεί | θα έχεις ρικνωθεί | να έχεις ρικνωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ρικνωθεί | είχε ρικνωθεί | θα έχει ρικνωθεί | να έχει ρικνωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ρικνωθεί | είχαμε ρικνωθεί | θα έχουμε ρικνωθεί | να έχουμε ρικνωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ρικνωθεί | είχατε ρικνωθεί | θα έχετε ρικνωθεί | να έχετε ρικνωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ρικνωθεί | είχαν ρικνωθεί | θα έχουν ρικνωθεί | να έχουν ρικνωθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ρικνώνομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- ρικνώνομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)