ῥικνός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥικνός | ἡ | ῥικνή | τὸ | ῥικνόν |
γενική | τοῦ | ῥικνοῦ | τῆς | ῥικνῆς | τοῦ | ῥικνοῦ |
δοτική | τῷ | ῥικνῷ | τῇ | ῥικνῇ | τῷ | ῥικνῷ |
αιτιατική | τὸν | ῥικνόν | τὴν | ῥικνήν | τὸ | ῥικνόν |
κλητική ὦ! | ῥικνέ | ῥικνή | ῥικνόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ῥικνοί | αἱ | ῥικναί | τὰ | ῥικνᾰ́ |
γενική | τῶν | ῥικνῶν | τῶν | ῥικνῶν | τῶν | ῥικνῶν |
δοτική | τοῖς | ῥικνοῖς | ταῖς | ῥικναῖς | τοῖς | ῥικνοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ῥικνούς | τὰς | ῥικνᾱ́ς | τὰ | ῥικνᾰ́ |
κλητική ὦ! | ῥικνοί | ῥικναί | ῥικνᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥικνώ | τὼ | ῥικνᾱ́ | τὼ | ῥικνώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ῥικνοῖν | τοῖν | ῥικναῖν | τοῖν | ῥικνοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Επίθετο
επεξεργασίαῥικνός, -ή, -όν
- μαζεμένος από το κρύο, ζαρωμένος
- (γενικότερα) κυρτός, καμπουριασμένος, στραβός
Πηγές
επεξεργασία- ῥικνός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ῥικνός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.