Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας dwindle
γ΄ ενικό ενεστώτα dwindles
αόριστος dwindled
παθητική μετοχή dwindled
ενεργητική μετοχή dwindling

  Ρήμα επεξεργασία

dwindle (en)

  Πηγές επεξεργασία