dwindle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dwindle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dwindles |
αόριστος | dwindled |
παθητική μετοχή | dwindled |
ενεργητική μετοχή | dwindling |
Ρήμα
επεξεργασίαdwindle (en)
- (αμετάβατο) συρρικνώνομαι, σταδιακά γίνομαι μικρότερος
- ⮡ The population of the island is dwindling.
- Ο πληθυσμός του νησιού συρρικνώνεται.
- ⮡ The population of the island is dwindling.
Πηγές
επεξεργασία- dwindle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 854. ISBN 9780194325684., λήμμα: συρρικνώνομαι