ενεστώτας dwindle
γ΄ ενικό ενεστώτα dwindles
αόριστος dwindled
παθητική μετοχή dwindled
ενεργητική μετοχή dwindling

dwindle (en)

  • (αμετάβατο) συρρικνώνομαι, σταδιακά γίνομαι μικρότερος
    ⮡  The population of the island is dwindling.
    Ο πληθυσμός του νησιού συρρικνώνεται.