συρρίκνωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συρρίκνωμα < συρρικνώνω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
συρρίκνωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του συρρικνώνω, η σμίκρυνση κυριολεκτικά και μεταφορικά, η περικοπή, η μείωση σε υπερβολικό βαθμό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συρρίκνωμα
|