Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρρίκνωμα τα συρρικνώματα
      γενική του συρρικνώματος των συρρικνωμάτων
    αιτιατική το συρρίκνωμα τα συρρικνώματα
     κλητική συρρίκνωμα συρρικνώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρρίκνωμα < συρρικνώνω + -μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρρίκνωμα ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία