γιατρέσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γιατρέσα | οι | γιατρέσες |
γενική | της | γιατρέσας | — | |
αιτιατική | τη | γιατρέσα | τις | γιατρέσες |
κλητική | γιατρέσα | γιατρέσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγιατρέσα θηλυκό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, επάγγελμα) η γυναίκα ιατρός, η γιατρός
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γιατρέσα
Πηγές
επεξεργασία- γιατρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας