Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιατρέσα οι γιατρέσες
      γενική της γιατρέσας
    αιτιατική τη γιατρέσα τις γιατρέσες
     κλητική γιατρέσα γιατρέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιατρέσα < γιατρ(ός) + -έσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιατρέσα θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία