-έσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -έσα | οι | -έσες |
γενική | της | -έσας | των | (-εσών) |
αιτιατική | τη(ν) | -έσα | τις | -έσες |
κλητική | -έσα | -έσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -έσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -έσα, τύπος του -έσσα < ιταλική -essa λατινική -issa αρχαία ελληνική -ισσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈe.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -έ‐σα
Επίθημα
επεξεργασία-έσα θηλυκό
Παράγωγα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- -εσσα (κατάληξη θηλυκών επιθέτων)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- -έσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- -έσα (αντιδάνειο): τύπος του -έσσα < ιταλική -essa < λατινική -issa αρχαία ελληνική -ισσα
Επίθημα
επεξεργασία-έσα ή -έσσα θηλυκό
- άλλη γραφή του -έσσα: κατάληξη ή επίθημα για το σχηματισμό θηλυκών ουσιαστικών από αρσενικά, που δηλώνουν τίτλο ευγενείας ή ευγενική καταγωγή, για αρχόντισσα γυναίκα
Παράγωγα
επεξεργασία- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -έσα στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -έσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- -έσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας