Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιατροδικαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ιατροδικαστικ
ός
η
ιατροδικαστικ
ή
το
ιατροδικαστικ
ό
γενική
του
ιατροδικαστικ
ού
της
ιατροδικαστικ
ής
του
ιατροδικαστικ
ού
αιτιατική
τον
ιατροδικαστικ
ό
την
ιατροδικαστικ
ή
το
ιατροδικαστικ
ό
κλητική
ιατροδικαστικ
έ
ιατροδικαστικ
ή
ιατροδικαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ιατροδικαστικ
οί
οι
ιατροδικαστικ
ές
τα
ιατροδικαστικ
ά
γενική
των
ιατροδικαστικ
ών
των
ιατροδικαστικ
ών
των
ιατροδικαστικ
ών
αιτιατική
τους
ιατροδικαστικ
ούς
τις
ιατροδικαστικ
ές
τα
ιατροδικαστικ
ά
κλητική
ιατροδικαστικ
οί
ιατροδικαστικ
ές
ιατροδικαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιατροδικαστικός
<
ιατροδικαστής
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
ιατροδικαστικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με
ιατροδικαστή
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιατροδικαστικός
αγγλικά
:
forensic
(en)