ιατροδικαστικός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ιατροδικαστικός < → λείπει η ετυμολογία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ιατροδικαστικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε ιατροδικαστή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ιατροδικαστικός
ιατροδικαστικός, -ή, -ό