forensic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαforensic (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- εγκληματολογικός, ο σχετικός με την εγκληματολογία ή με την εξέταση των στοιχείων που αφορούν σε ένα έγκλημα
- ⮡ Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
- Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία είναι άμεσες αποδείξεις, συχνά θεωρούνται ως έμμεσες αποδείξεις.
- ⮡ Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
- δικανικός, που είναι πολύ λεπτομερής και ακριβής
- ⮡ Her forensic reasoning was convincing.
- Ο δικανικός της λόγος ήταν πειστικός.
- ⮡ a full and forensic account of the accident - πλήρης και λεπτομερής περιγραφή του ατυχήματος
- ⮡ Her forensic reasoning was convincing.