Επίθετο

επεξεργασία

forensic (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. εγκληματολογικός, ο σχετικός με την εγκληματολογία ή με την εξέταση των στοιχείων που αφορούν σε ένα έγκλημα
    ⮡  Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
    Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία είναι άμεσες αποδείξεις, συχνά θεωρούνται ως έμμεσες αποδείξεις.
  2. δικανικός, που είναι πολύ λεπτομερής και ακριβής
    ⮡  Her forensic reasoning was convincing.
    Ο δικανικός της λόγος ήταν πειστικός.
    ⮡  a full and forensic account of the accident - πλήρης και λεπτομερής περιγραφή του ατυχήματος