εγκληματολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εγκληματολογικός < εγκληματολόγος
Επίθετο
επεξεργασίαεγκληματολογικός -ή -ό
- ο σχετικός με την εγκληματολογία
- ο σχετικός με την εξέταση των στοιχείων που αφορούν σε ένα έγκλημα
- εγκληματολογικό εργαστήριο