εγκληματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εγκληματολόγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εγκληματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο κοινωνιολόγος ή νομικός που είναι ειδικός στην εγκληματολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκληματολόγος