Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διερευνητικός η διερευνητική το διερευνητικό
      γενική του διερευνητικού της διερευνητικής του διερευνητικού
    αιτιατική τον διερευνητικό τη διερευνητική το διερευνητικό
     κλητική διερευνητικέ διερευνητική διερευνητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διερευνητικοί οι διερευνητικές τα διερευνητικά
      γενική των διερευνητικών των διερευνητικών των διερευνητικών
    αιτιατική τους διερευνητικούς τις διερευνητικές τα διερευνητικά
     κλητική διερευνητικοί διερευνητικές διερευνητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διερευνητικός < ελληνιστική κοινή διερευνητικός < αρχαία ελληνική διερευνητής

  Επίθετο επεξεργασία

διερευνητικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία