Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διερευνητής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
διερευνητ
ής
οι
διερευνητ
ές
γενική
του
διερευνητ
ή
των
διερευνητ
ών
αιτιατική
τον
διερευνητ
ή
τους
διερευνητ
ές
κλητική
διερευνητ
ή
διερευνητ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διερευνητής
<
διερευνώ
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διερευνητής
αρσενικό
(
θηλυκό
:
διερευνήτρια
)
αυτός
που
διερευνά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διερευνητής