Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξερευνημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εξερευνημέν
ος
η
εξερευνημέν
η
το
εξερευνημέν
ο
γενική
του
εξερευνημέν
ου
της
εξερευνημέν
ης
του
εξερευνημέν
ου
αιτιατική
τον
εξερευνημέν
ο
την
εξερευνημέν
η
το
εξερευνημέν
ο
κλητική
εξερευνημέν
ε
εξερευνημέν
η
εξερευνημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εξερευνημέν
οι
οι
εξερευνημέν
ες
τα
εξερευνημέν
α
γενική
των
εξερευνημέν
ων
των
εξερευνημέν
ων
των
εξερευνημέν
ων
αιτιατική
τους
εξερευνημέν
ους
τις
εξερευνημέν
ες
τα
εξερευνημέν
α
κλητική
εξερευνημέν
οι
εξερευνημέν
ες
εξερευνημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
εξερευνημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
εξερευνώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
ανεξερεύνητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξερευνημένος