πατητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατητής | οι | πατητές |
γενική | του | πατητή | των | πατητών |
αιτιατική | τον | πατητή | τους | πατητές |
κλητική | πατητή | πατητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατητής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή πατητής[1] < αρχαία ελληνική πατῶ, πατη- + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατητής αρσενικό (θηλυκό πατήτρια)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατάω
Μεταφράσεις
επεξεργασία πατητής
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαπατητής
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ πατητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πατητής | οἱ | πατηταί |
γενική | τοῦ | πατητοῦ | τῶν | πατητῶν |
δοτική | τῷ | πατητῇ | τοῖς | πατηταῖς |
αιτιατική | τὸν | πατητήν | τοὺς | πατητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | πατητᾰ́ | πατηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πατηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατητής < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ, πατη- + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατητής αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) πατητής όπως στα νέα ελληνικά
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατέω
Πηγές
επεξεργασία- πατητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.