πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πατητής οι πατητές
      γενική του πατητή των πατητών
    αιτιατική τον πατητή τους πατητές
     κλητική πατητή πατητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατητής αρσενικό (θηλυκό πατήτρια)

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πατάω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πατητής οἱ πατηταί
      γενική τοῦ πατητοῦ τῶν πατητῶν
      δοτική τῷ πατητ τοῖς πατηταῖς
    αιτιατική τὸν πατητήν τοὺς πατητᾱ́ς
     κλητική ! πατητᾰ́ πατηταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πατητᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  πατηταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πατητής < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ, πατη- + -τής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πατητής αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πατέω