πατητής
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πατητής | οι | πατητές |
γενική | του | πατητή | των | πατητών |
αιτιατική | τον | πατητή | τους | πατητές |
κλητική | πατητή | πατητές | ||
όπως «νικητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πατητής < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πατητής αρσενικό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πατητής
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
πατητής