πατητήριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | πατητήριον | τὰ | πατητήριᾰ |
γενική | τοῦ | πατητηρίου | τῶν | πατητηρίων |
δοτική | τῷ | πατητηρίῳ | τοῖς | πατητηρίοις |
αιτιατική | τὸ | πατητήριον | τὰ | πατητήριᾰ |
κλητική ὦ! | πατητήριον | πατητήριᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πατητηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πατητηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πατητήριον < αρχαία ελληνική πατέω / πατῶ, πατη- + -τήριον [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπατητήριον ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη πατέω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «πατώ» & ετυμολογικό πεδίο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- πατητήριον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.