περιπατώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπεριπατώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιπατῶ (-έω) < περι- + πατῶ / πατέω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.paˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐πα‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαπεριπατώ, -είς, -εί, πρτ.: περιπατούσα, αόρ.: περιπάτησα (χωρίς παθητική φωνή)
- (παρωχημένο, λόγιο) άλλη μορφή του περπατάω
- συνώνυμο του περπατάω [1]
- περιφέρομαι, κάνω βόλτα [2]
- ※ Στο Ζάππειο μια μέρα, περιπατούσα / συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα. / Είχε περίσσια χάρη το βάδισμά της / Σαν κυπαρίσσι ήταν τ' ανάστημά της.
- Ελληνικοί στίχοι για το γαλλικό τραγουδάκι το La Mattchiche του Charles Borel-Clerc επιτυχία, ήδη το 1903. Στην Ελλάδα, παραλλαγές στίχων και για παιδικά τραγούδια.
- ≈ συνώνυμα: τριγυρνάω, βγαίνω σεργιάνι
- ※ Στο Ζάππειο μια μέρα, περιπατούσα / συνάντησα μια νέα ξανθομαλλούσα. / Είχε περίσσια χάρη το βάδισμά της / Σαν κυπαρίσσι ήταν τ' ανάστημά της.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιπατώ
→ δείτε τη λέξη περπατάω |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ περιπατώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ περιπατῶ σελ.5717-5718 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Πηγές
επεξεργασία- σελ.99-109 Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- περιπατώ - Σώματα κειμένων @greek-language.gr
- περιπατ- Συμφραστικοί Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές @greek-language.gr