Ετυμολογία

επεξεργασία

στραβοπατώ < στραβός + -ο- + πατώ

στραβοπατώ

  1. (κυριολεκτικά) πατάω στραβά στο έδαφος ή το πάτωμα
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω, σφάλλω

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία