πατήσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
πᾰτήσᾱς, -ᾱσᾰ, -ᾰν
- μετοχή ενεργητικού αορίστου (ἐπάτησα) του ρήματος πατέω
- ⮡ θανάτῳ θάνατον πατήσας
- αυτός που με τον θάνατό του τον θάνατο κατενίκησε (ο Χριστός)
πᾰτήσᾱς, -ᾱσᾰ, -ᾰν