γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πατήσᾱς πατήσᾱσ τὸ πατῆσᾰν
      γενική τοῦ πατήσᾰντος τῆς πατησᾱ́σης τοῦ πατήσᾰντος
      δοτική τῷ πατήσᾰντ τῇ πατησᾱ́σ τῷ πατήσᾰντ
    αιτιατική τὸν πατήσᾰντ τὴν πατήσᾱσᾰν τὸ πατῆσᾰν
     κλητική ! πατήσᾱς πατήσᾱσ πατῆσᾰν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πατήσᾰντες αἱ πατήσᾱσαι τὰ πατήσᾰντ
      γενική τῶν πατησᾰ́ντων τῶν πατησᾱσῶν τῶν πατησᾰ́ντων
      δοτική τοῖς πατήσᾱσῐ(ν) ταῖς πατησᾱ́σαις τοῖς πατήσᾱσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς πατήσᾰντᾰς τὰς πατησᾱ́σᾱς τὰ πατήσᾰντ
     κλητική ! πατήσᾰντες πατήσᾱσαι πατήσᾰντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πατήσᾰντε τὼ πατησᾱ́σ τὼ πατήσᾰντε
      γεν-δοτ τοῖν πατήσᾰ́ντοιν τοῖν πατησᾱ́σαιν τοῖν πατησᾰ́ντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύσας' όπως «νικήσας» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πᾰτήσᾱς, -ᾱσᾰ, -ᾰν