Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατήσας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
πατήσᾱ
ς
ἡ
πατήσᾱσ
ᾰ
τὸ
πατῆσᾰν
γενική
τοῦ
πατήσᾰντ
ος
τῆς
πατησᾱ́σ
ης
τοῦ
πατήσᾰντ
ος
δοτική
τῷ
πατήσᾰντ
ῐ
τῇ
πατησᾱ́σ
ῃ
τῷ
πατήσᾰντ
ῐ
αιτιατική
τὸν
πατήσᾰντ
ᾰ
τὴν
πατήσᾱσ
ᾰν
τὸ
πατῆσᾰν
κλητική
ὦ
!
πατήσᾱ
ς
πατήσᾱσ
ᾰ
πατῆσᾰν
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
πατήσᾰντ
ες
αἱ
πατήσᾱσ
αι
τὰ
πατήσᾰντ
ᾰ
γενική
τῶν
πατησᾰ́ντ
ων
τῶν
πατησᾱσ
ῶν
τῶν
πατησᾰ́ντ
ων
δοτική
τοῖς
πατήσᾱ
σῐ
(
ν
)
ταῖς
πατησᾱ́σ
αις
τοῖς
πατήσᾱ
σῐ
(
ν
)
αιτιατική
τοὺς
πατήσᾰντ
ᾰς
τὰς
πατησᾱ́σ
ᾱς
τὰ
πατήσᾰντ
ᾰ
κλητική
ὦ
!
πατήσᾰντ
ες
πατήσᾱσ
αι
πατήσᾰντ
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
πατήσᾰντ
ε
τὼ
πατησᾱ́σ
ᾱ
τὼ
πατήσᾰντ
ε
γεν-δοτ
τοῖν
πατήσᾰ́ντ
οιν
τοῖν
πατησᾱ́σ
αιν
τοῖν
πατησᾰ́ντ
οιν
3η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λύσας'
όπως «
νικήσας
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
πᾰτήσᾱς, -ᾱσᾰ, -ᾰν
μετοχή
ενεργητικού
αορίστου
(
ἐπάτησα
)
του ρήματος
πατέω
↪
θανάτῳ θάνατον
πατήσας
αυτός που με τον θάνατό του τον θάνατο κατενίκησε (ο Χριστός)