Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπατημένη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεπατημένη θηλυκό

  • γνωστός, συνηθισμένος τρόπος ενέργειας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία