Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάτε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
πατέ
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
πάτε
αρσενικό
κλητική
ενικού
του
πάτος
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
πάτε
β΄ πληθυντικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος
πάω
(
να, ας, αν, ίσως κ.λπ.
)
β΄ πληθυντικό
υποτακτικής
αορίστου του ρήματος
πάω
και
πηγαίνω
θα πάτε
:
β΄ πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος
πάω
και
πηγαίνω