Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιάνω πάτο < → δείτε τις λέξεις πιάνω και πάτο

  Έκφραση επεξεργασία

πιάνω πάτο

  1. φτάνω ως τον πάτο, τον πυθμένα
  2. (μεταφορικά) αποτυγχάνω τελείως

  Πηγές επεξεργασία