ξεπατώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξεπατώνω < μεσαιωνική ελληνική ξεπατώνω < ξε- + πάτος + -ώνω
Ρήμα
επεξεργασίαξεπατώνω (παθητική φωνή: ξεπατώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξεπατώνω | ξεπάτωνα | θα ξεπατώνω | να ξεπατώνω | ξεπατώνοντας | |
β' ενικ. | ξεπατώνεις | ξεπάτωνες | θα ξεπατώνεις | να ξεπατώνεις | ξεπάτωνε | |
γ' ενικ. | ξεπατώνει | ξεπάτωνε | θα ξεπατώνει | να ξεπατώνει | ||
α' πληθ. | ξεπατώνουμε | ξεπατώναμε | θα ξεπατώνουμε | να ξεπατώνουμε | ||
β' πληθ. | ξεπατώνετε | ξεπατώνατε | θα ξεπατώνετε | να ξεπατώνετε | ξεπατώνετε | |
γ' πληθ. | ξεπατώνουν(ε) | ξεπάτωναν ξεπατώναν(ε) |
θα ξεπατώνουν(ε) | να ξεπατώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξεπάτωσα | θα ξεπατώσω | να ξεπατώσω | ξεπατώσει | ||
β' ενικ. | ξεπάτωσες | θα ξεπατώσεις | να ξεπατώσεις | ξεπάτωσε | ||
γ' ενικ. | ξεπάτωσε | θα ξεπατώσει | να ξεπατώσει | |||
α' πληθ. | ξεπατώσαμε | θα ξεπατώσουμε | να ξεπατώσουμε | |||
β' πληθ. | ξεπατώσατε | θα ξεπατώσετε | να ξεπατώσετε | ξεπατώστε | ||
γ' πληθ. | ξεπάτωσαν ξεπατώσαν(ε) |
θα ξεπατώσουν(ε) | να ξεπατώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξεπατώσει | είχα ξεπατώσει | θα έχω ξεπατώσει | να έχω ξεπατώσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξεπατώσει | είχες ξεπατώσει | θα έχεις ξεπατώσει | να έχεις ξεπατώσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξεπατώσει | είχε ξεπατώσει | θα έχει ξεπατώσει | να έχει ξεπατώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξεπατώσει | είχαμε ξεπατώσει | θα έχουμε ξεπατώσει | να έχουμε ξεπατώσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξεπατώσει | είχατε ξεπατώσει | θα έχετε ξεπατώσει | να έχετε ξεπατώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξεπατώσει | είχαν ξεπατώσει | θα έχουν ξεπατώσει | να έχουν ξεπατώσει |
|