posterior
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- posterior < (άμεσο δάνειο) λατινική posterior
ΕπίθετοΕπεξεργασία
posterior (en)
- οπίσθιος, που βρίσκεται πίσω, πισινός, ο από πίσω
- κατοπινός, ύστερος, ο επόμενος προς τα πίσω
- μεταγενέστερος, νεότερος