ενικός         πληθυντικός  
tail tails

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tail (en)

  1. η ουρά
  2. (αμερικανικά αγγλικά, προφορικό) ο πισινός
    ⮡  He fell on his tail.
    Έπεσε με τον πισινό.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη buttock