upper
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | upper |
συγκριτικός | uppermore |
υπερθετικός | uppermost |
Επίθετο
επεξεργασίαupper (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- πάνω, άνω, που βρίσκεται πάνω από κάτι άλλο, ειδικά κάτι του ίδιου είδους ή το άλλο ενός ζευγαριού
- ανώτερος, που βρίσκεται στο ανώτατο σημείο ή κοντά στο ανώτατο σημείο κάτι
- ⮡ They are found in the upper layers of the soil.
- Βρίσκονται στα ανώτερα στρώματα του εδάφους.
- ⮡ They live on the upper floors of the building.
- Μένουν στους ανώτερους ορόφους του κτιρίου.
- ⮡ The upper classes of society meet at the convention.
- Οι ανώτερες τάξεις της κοινωνίας συναντώνται στο συνέδριο.
- ⮡ He is an upper-level manager in the company.
- Είναι ανώτερος διευθυντής της εταιρείας.
- ⮡ They are found in the upper layers of the soil.
- ανώτερος, για ένα μέρος που βρίσκεται μακριά από την ακτή, σε ψηλό έδαφος ή προς τα βόρεια μιας περιοχής
- ⮡ They live near the upper reaches of the river.
- Ζουν κοντά στα ανώτερα τμήματα του ποταμού.
- ⮡ They live near the upper reaches of the river.
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- upper - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 315. ISBN 9780194325684., λήμμα: (ε)πάνω