Ετυμολογία

επεξεργασία
uppermost < upper + most

  Επίθετο 1

επεξεργασία

uppermost (en) πρίν από ουσιαστικό

  Επίθετο 2

επεξεργασία

uppermost (en) όχι απαραίτητα πρίν από ουσιαστικό

  Επίρρημα

επεξεργασία

uppermost (en)