Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαμηλωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χαμηλωμέν
ος
η
χαμηλωμέν
η
το
χαμηλωμέν
ο
γενική
του
χαμηλωμέν
ου
της
χαμηλωμέν
ης
του
χαμηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
χαμηλωμέν
ο
τη
χαμηλωμέν
η
το
χαμηλωμέν
ο
κλητική
χαμηλωμέν
ε
χαμηλωμέν
η
χαμηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χαμηλωμέν
οι
οι
χαμηλωμέν
ες
τα
χαμηλωμέν
α
γενική
των
χαμηλωμέν
ων
των
χαμηλωμέν
ων
των
χαμηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
χαμηλωμέν
ους
τις
χαμηλωμέν
ες
τα
χαμηλωμέν
α
κλητική
χαμηλωμέν
οι
χαμηλωμέν
ες
χαμηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαμηλωμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
χαμηλωμένος, -η, -ο
που τον έχουν
χαμηλώσει
, που τον έχουν
κατεβάσει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαμηλωμένος
γαλλικά
:
abaissé
(fr)